Από πολιτιστικής απόψεως υφίσταται η Πολιτιστική κίνηση Σκοτίνας με παρουσία στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΕΙΟ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΠΙΝΑΚΑ ΕΛΕΝΗ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: ΜΑΡΝΕΛΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ,
ΜΕΛΗ: ΠΑΣΧΟΥ ΕΛΕΝΑ - ΧΡΙΣΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΘΩΜΑΣ - ΣΤΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΧΟΡΕΥΤΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ
Προ Παιδικό - Α΄ Παιδικό - Β΄Παιδικό - Εφηβικό - Γυναικείο - Μικτό
Πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης), γεννήθηκε στην Σκοτίνα Πιερίας το 1800, γόνος Μεγάλης εκκλησιαστικής οικογένειας με αδιάλειπτη παρουσία στην Εκκλησία από το 16ο αιώνα έως σήμερα.
Νεαρός ακόμη, το 1818, εντάχθηκε ως μοναχός στο μοναστήρι της Ολυμπιωτίσσης στην Περιοχή της Ελασσώνας, όπου και τελείωσε την εγκύκλιό του μόρφωση και στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Τσαριτσάνης στην οποία και δίδασκε ο μέγας Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Το 1824 μετέβη στην Μητρόπολη Σερρών για την μετακομιδή των λειψάνων ενός μοναχού. Ο οικείος Μητροπολίτης εντυπωσιάστηκε από την μόρφωσή του, αλλά και από την εν γένει παράστασή του και τον κράτησε κοντά του χειροτονώντας τον Πρεσβύτερο στη Μονή Σπαρμού Ελασσώνας και αργότερα Πρωτοσύγκελο. Το 1827, με την μετάθεση του Μητροπολίτη Πορφύριου στην Μητρόπολη Μυτιλήνης, τον ακολουθεί και ο Καλλίνικος ως Πρωτοσύγκελος. Το 1830 στάλθηκε από τους Πατέρες στη Δράμα ως τοποτηρητή του κτήματος που κατείχε εκεί η Μονή Σπαρμού. Και από εκεί κλήθηκε ως Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Κωνστανινουπόλεως.
Μετά τον θάνατο του Πορφυρίου χειροτονήθηκε επίσκοπος (1851) και αναλαμβάνει Μητροπολίτης Μυτιλήνης έως το 1853 ή 1855 που μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ως Μητροπολίτης Μυτιλήνης αναμόρφωσε το Οικογενειακό δίκαιο, έκτισε με δαπάνες του τον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντα και ξανάκτισε την Εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου, ενίσχυσε ποικιλοτρόπως τα Φιλανθρωπικά καταστήματα της Μητροπόλεως του (Σχολεία, Βοστάνειο Νοσοκομείο κλπ.).
Το 1853 μετατίθεται στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και το 1858 εκλέγεται στο δεύτερο τη τάξη Πατριαρχείο ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας έκτισε με δικές του δαπάνες τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην γενέτειρά του, το σχολείο που διατηρείται ακόμη και σήμερα, ενώ αγόρασε με δικές του δαπάνες όλο το χωριό από τους Τούρκους και άφησε ισόβιο κληροδότημα στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Λιτοχώρου από 300 οθωμανικές λίρες για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Επίσης με δική του δαπάνη σπούδασαν οι Δημήτριος Βερναρδάκης από τη Μυτιλήνη και ο Ιωάννης Ολύμπιος από τη Σκοτίνα. Είχε την τιμή να φέρει τα άμφια του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιφέρει την ένωση με την Κοπτική Εκκλησία, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στη Λύση του «Λειμωνιακού ζητήματος».
Στις 24 Μαΐου 1861 παραιτήθηκε του θρόνου για λόγους υγείας. Σε εκλογή για την ανάδειξη Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πλειοψήφησε παρά την θέλησή του και δεν δέχτηκε τον θρόνο. Πέθανε στη Μυτιλήνη το 1889 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη κατόπιν εντολής του Σουλτάνου.Αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι κατα την κηδεία εκπροσωπήθηκαν όλες οι πολιτικές,οικονομικές,στρατιωτικές,και προξενικές αρχές της νήσου Μυτιλήνης ενώ τιμές στον νεκρό Πατριάρχη απέδωσαν ένας Λόχος του Οθωμανικού Στρατού και ένας ελληνικός λόχος σημάδι και αυτό της τιμής και της αναγνώρισης που απολάμβανε και στις δυο πλευρές του Αιγαίου,και για την ιστορία ουδέποτε πριν και μετά δεν τιμήθηκε έτσι Έλληνας και δη Κληρικός.Τιμάται ιδιαιτέρως στη Σκοτίνα ως Μέγας Ευεργέτης. Η προτομή του βρίσκεται στην κεντρική Πλατεία της Άνω Σκοτίνας, αλλά και στην Μυτιλήνη, με εκτενείς αναφορές στον τοπικό περιοδικό τύπο (βλέπε «Λεσβιακό Ημερολόγιο», αλλά και τα κατά καιρούς εκδοθέντα βιβλία σε Κατερίνη και Μυτιλήνη).