Έχουν περάσει περισσότερα από εκατό χρόνια από τότε που ο Φρόιντ απεγκλώβισε τη μελέτη της σεξουαλικότητας από τα ηθικά δεσμά της, προσδίδοντάς της έτσι ένα καθ’όλα επιστημονικό υπόβαθρο.
Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν σύμφωνα με τις στατιστικές βοήθεια από ειδικούς ψυχικής υγείας για να αντιμετωπίσουν σεξουαλικές δυσλειτουργίες ψυχογενούς αιτιολογίας, ενώ φαίνεται πως ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να απολαύσει το σεξ.
«Οι σεξουαλικές διαστροφές συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα στο χώρο της ψυχολογίας» επισημαίνουν οι Ασπασία Πασπάλη και Θεόδωρος Παπαγαθονίκου ψυχολόγοι ψυχοθεραπευτές από το ΔΙΚΕΨΥ (Διεπιστημονική και Ερευνητική Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη Παιδιών και Ενηλίκων), τονίζοντας ότι, στις μέρες μας παρά την εκτεταμένη επιστημονική βιβλιογραφία, υπάρχει σαφής δυσκολία ορισμού του τι συνιστά μια σεξουαλική διαστροφή. Η δυσκολία αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι η σεξουαλική διαστροφή προσεγγίζεται κατά βάση ως κοινωνικό και όχι ως κλινικό φαινόμενο.
Οι δυο ειδικοί τονίζουν ότι «η κοινωνία είναι αυτή που καθορίζει τι συνιστά διαστροφή και τι όχι και αυτό μεταβάλλεται στο χρόνο, ας θυμηθούμε πως αντιμετώπιζε η κοινωνία τη φυσιολογική ανάγκη του ανθρώπου για αυτοϊκανοποίηση ή την ομοφυλοφιλία από την αρχαία Ελλάδα ως τις μέρες μας.
Από καθαρά επιστημονική σκοπιά βέβαια, ο όρος διαστροφή, ή το διαγνωστικά συνώνυμό του «παραφιλία», είναι αδόκιμος διότι εμπεριέχει στον ορισμό του την έννοια της «κανονικότητας» η οποία είναι πολιτισμικά και όχι επιστημονικά καθοριζόμενη έννοια.
Ως ψυχολόγοι ωστόσο, θα πρέπει να εξετάζουμε τα φαινόμενα αυτά με αποστειρωμένα χέρια απογυμνώνοντάς τα από κάθε κοινωνική και ηθική παράμετρο. Θα πρέπει λοιπόν να εγκαταλείψουμε τη ρητορική της «κανονικότητας» και να δούμε τι διαστροφή ως μία έκφανση του ανθρώπινου ψυχισμού, δυνητικά παρούσα σε όλους μας.
Όρισμός σεξουαλικής διαστροφής
Οι περισσότεροι ορισμοί των σεξουαλικών διαστροφών που υπάρχουν στα διάφορα διαγνωστικά εγχειρίδια περιορίζουν τον ορισμό της διαστροφής στις σεξουαλικώς αποκλίνουσες συμπεριφορές. Η μεμονωμένη σεξουαλική συμπεριφορά ωστόσο δεν αποτελεί επαρκές διαγνωστικό χαρακτηριστικό μιας διαστροφής. Η διαστροφή συνιστά έντονη δυσλειτουργία του συνόλου της προσωπικότητας ενός ατόμου, επηρεάζοντας το πώς σχετίζεται με τον εαυτό του αλλά και με τους άλλους. Αυτό σημαίνει ότι η διαστροφή αντανακλά το σύνολο της δομής της προσωπικότητας και εκφράζεται μόνο μερικώς στη σεξουαλική πράξη.
Ένα ζευγάρι για παράδειγμα μπορεί να εξερευνήσει και να πειραματιστεί με φαντασιώσεις στα πλαίσια της σεξουαλικής πράξης οι οποίες προσφέρουν αμοιβαία ικανοποίηση. Είναι πολύ σημαντικό το ζευγάρι να μπορεί να εξερευνά πρώιμες μορφές σεξουαλικότητας και να τις εντάσσει στο σεξουαλικό παιχνίδι. Αυτό φυσικά δεν αποτελεί σεξουαλική διαστροφή παρότι η σεξουαλική σχέση μπορεί να εμπεριέχει «αποκλίνουσες συμπεριφορές».
Μιλάμε για σεξουαλική διαστροφή στις περιπτώσεις όπου μία ή περισσότερες συμπεριφορές δεσπόζουν στην σεξουαλική πράξη, η απουσία των οποίων προκαλούσε σεξουαλική δυσλειτουργία στο άτομο. Εν ολίγοις, η σεξουαλικότητα ενός ατόμου εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από την εκάστοτε συμπεριφορά.
Η συμπεριφορά αυτή ωστόσο σπανίως αποτελεί απλώς μία σεξουαλική πρακτική. Αντιθέτως, αποτελεί την αντανάκλαση μιας ιδιαίτερα σοβαρής σεξουαλικής αναστολής κατά την οποία η σεξουαλική συμπεριφορά αντί να έχει την ευρύτερη ευελιξία μιας φυσιολογικής σεξουαλικότητας περιορίζεται στο πεδίο της διαστροφής. Φυσικά αυτό δε συνιστά μια ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη όπου δύο άνθρωποι γίνονται κοινωνοί μιας εμπειρίας.
«Η σεξουαλική πράξη» καταλήγουν οι ειδικοί, «είναι η έκφραση της συναισθηματικής κατάστασης ενός ανθρώπου. Πιστεύουμε ότι ο όρος «διαστροφή» είναι τόσο αδόκιμος όσο και στιγματιστικός διότι δεν αντανακλά τις ψυχικές προεκτάσεις του φαινομένου αλλά αναπαράγει μια ρητορική της κοινωνικής ψευδό-κανονικότητας. Η «διαστροφή» δεν είναι μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά μια βαθύτερη διαταραχή του συναισθήματος ενός ανθρώπου.