Από την Κυριακή των Βαΐων αρχίζει ουσιαστικά η Μεγάλη Εβδομάδα ή αλλιώς Εβδομάδα των Παθών. Η Κυριακή της Μεγάλης Εβδομάδας ονομάζεται έτσι, γιατί «μετά Βαΐων και κλάδων» έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα με το πλήθος να ζητωκραυγάζει «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Ο Χριστός μπαίνει στην πόλη χωρίς την βασιλική πολυτέλεια, καθισμένος επί πώλου όνου, αντί για ροδοπέταλα και τελετές, τα μικρά παιδιά κουνούν τα βάγια των φοινίκων, αντί να τον υποδεχτούν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες του τόπου.
Στολισμός
Την Κυριακή των Βαΐων, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, από φοίνικες δηλαδή ή από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά. Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς. Η Εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «όχλος πολύς…έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ». Στους βυζαντινούς χρόνους τελούνταν ο λεγόμενος «περίπατος του Αυτοκράτορα» όπου η πομπή ξεκινούσε από τα ανάκτορα στην οποία συμμετείχε ο αυτοκράτορας κρατώντας την Εικόνα του Χριστού πλαισιωμένος από το ιερατείο όπου και κατέληγε στην Αγιά Σοφιά. Της αυτοκρατορικής αυτής πομπής προηγούνταν ο λαμπαδάριος ο οποίος έψελνε «Εξέλθατε έθνη και θεώσασθε σήμερον τον βασιλέα των ουρανών…».
Τα «βαγιοχτυπήματα»
Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια. Τα «βαγιοχτυπήματα» σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: «Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα». Κατά την λειτουργική τελετουργία, την Κυριακή των Βαΐων τελείται η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου. Στην Θράκη, την Κυριακή των Βαΐων συνηθίζονται τα «βαγιοχτυπήματα». Οι γυναίκες χτυπούν με βάγια τις έγκυες, ώστε να είναι ανώδυνος για αυτές ο τοκετός. Σε πολλά χωριά επίσης, τα κορίτσια έκαναν στεφάνια από τα βάγια που τους έδινε ο παππάς στην εκκλησία και τα έριχναν στο ρέμα. Η κάτοχος του στεφανιού που θα έφτανε πρώτο στη ρεματιά, φιλοξενούσε τις υπόλοιπες στο σπίτι της, όπου διασκέδαζαν χορεύοντας και τραγουδώντας.
Kούνιες
Δεν ήταν νοητό να υπάρξει Κυριακή των Βαΐων δίχως τις κούνιες. Σε κάθε γειτονιά, όπου υπήρχε μεγάλο δένδρο στήνονταν μια κούνια. Σε ένα γερό κλώνο περνούσαν ένα μακρύ σχοινί και με διάφορους τρόπους έφτιαχναν μια κούνια. Κάθονταν με τη σειρά ο ένας μετά τον άλλον. Πρώτα, ανέβαιναν πάντα τα κορίτσια και τα αγόρια έκαναν το χρέος του καβαλιέρου. Στις κούνιες που έκαναν τα παιδιά γινόταν πόλεμος, ποιος θα ανέβει και πόση ώρα θα καθίσει. Τα παλιά χρόνια των Βαΐων, οι δάσκαλοι και οι παπάδες έστελναν τα παιδιά του σχολείου στο χωριό να μαζέψουν αυγά για το Πάσχα. Τα παιδιά έπαιρναν ένα ραβδί που το έλεγαν «ρουμάνι«, στην κορυφή του έδεναν βάγιες, ένα κουδούνι και κόκκινες μεταξωτές κλωστές. Μαζί τους είχαν και ένα καλάθι για να βάζουν τα αυγά. Όταν έρχονταν σε κάθε σπίτι, στέκονταν μπροστά στην πόρτα και ανεβοκατεβάζοντας το ραβδί για να χτυπά το κουδούνι τραγουδούσαν ένα τραγούδι για να τους δώσει η νοικοκυρά αυγά. Έτσι με αυτά και με αυτά ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα.
Ένα έθιμο που μας έρχεται από την Ίμβρο και αναβίωνε κάθε χρόνο την Κυριακή των Βαΐων.
Την Κυριακή των Βαΐων, όλοι έβγαιναν απ’ την εκκλησιά με μια αγκαλιά βάγια. Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο, χτυπώντας ελαφρά την πλάτη με τα πράσινα κλαδιά, και εύχονταν: «Και του χρόνου και καλό Πάσχα». Μετά τον χαιρετισμό, οι πρώτοι που δέχονταν την χαρά του «Ωσαννά» ήταν οι νεκροί. Όλοι επισκέπτονταν τους τάφους των δικών τους και άφηναν επάνω στο «σταυρό» ή την «ταφόπλακα» ένα κλαδί βάγιας. Στο σπίτι έκαναν ένα σταυρό με βάγια και τον κάρφωναν στο κατώφλι της πόρτας. Εκεί θα έμενε όλο το χρόνο φυλαχτό από το κακό μάτι και την κακιά ώρα. Ένα κλαδί κρέμαγαν επίσης στην πόρτα του στάβλου, της μάντρας, του κήπου.
Στολισμός
Την Κυριακή των Βαΐων, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, από φοίνικες δηλαδή ή από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά. Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς. Η Εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «όχλος πολύς…έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ». Στους βυζαντινούς χρόνους τελούνταν ο λεγόμενος «περίπατος του Αυτοκράτορα» όπου η πομπή ξεκινούσε από τα ανάκτορα στην οποία συμμετείχε ο αυτοκράτορας κρατώντας την Εικόνα του Χριστού πλαισιωμένος από το ιερατείο όπου και κατέληγε στην Αγιά Σοφιά. Της αυτοκρατορικής αυτής πομπής προηγούνταν ο λαμπαδάριος ο οποίος έψελνε «Εξέλθατε έθνη και θεώσασθε σήμερον τον βασιλέα των ουρανών…».
Τα «βαγιοχτυπήματα»
Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια. Τα «βαγιοχτυπήματα» σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: «Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα». Κατά την λειτουργική τελετουργία, την Κυριακή των Βαΐων τελείται η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου. Στην Θράκη, την Κυριακή των Βαΐων συνηθίζονται τα «βαγιοχτυπήματα». Οι γυναίκες χτυπούν με βάγια τις έγκυες, ώστε να είναι ανώδυνος για αυτές ο τοκετός. Σε πολλά χωριά επίσης, τα κορίτσια έκαναν στεφάνια από τα βάγια που τους έδινε ο παππάς στην εκκλησία και τα έριχναν στο ρέμα. Η κάτοχος του στεφανιού που θα έφτανε πρώτο στη ρεματιά, φιλοξενούσε τις υπόλοιπες στο σπίτι της, όπου διασκέδαζαν χορεύοντας και τραγουδώντας.
Kούνιες
Δεν ήταν νοητό να υπάρξει Κυριακή των Βαΐων δίχως τις κούνιες. Σε κάθε γειτονιά, όπου υπήρχε μεγάλο δένδρο στήνονταν μια κούνια. Σε ένα γερό κλώνο περνούσαν ένα μακρύ σχοινί και με διάφορους τρόπους έφτιαχναν μια κούνια. Κάθονταν με τη σειρά ο ένας μετά τον άλλον. Πρώτα, ανέβαιναν πάντα τα κορίτσια και τα αγόρια έκαναν το χρέος του καβαλιέρου. Στις κούνιες που έκαναν τα παιδιά γινόταν πόλεμος, ποιος θα ανέβει και πόση ώρα θα καθίσει. Τα παλιά χρόνια των Βαΐων, οι δάσκαλοι και οι παπάδες έστελναν τα παιδιά του σχολείου στο χωριό να μαζέψουν αυγά για το Πάσχα. Τα παιδιά έπαιρναν ένα ραβδί που το έλεγαν «ρουμάνι«, στην κορυφή του έδεναν βάγιες, ένα κουδούνι και κόκκινες μεταξωτές κλωστές. Μαζί τους είχαν και ένα καλάθι για να βάζουν τα αυγά. Όταν έρχονταν σε κάθε σπίτι, στέκονταν μπροστά στην πόρτα και ανεβοκατεβάζοντας το ραβδί για να χτυπά το κουδούνι τραγουδούσαν ένα τραγούδι για να τους δώσει η νοικοκυρά αυγά. Έτσι με αυτά και με αυτά ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα.
Ένα έθιμο που μας έρχεται από την Ίμβρο και αναβίωνε κάθε χρόνο την Κυριακή των Βαΐων.
Την Κυριακή των Βαΐων, όλοι έβγαιναν απ’ την εκκλησιά με μια αγκαλιά βάγια. Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο, χτυπώντας ελαφρά την πλάτη με τα πράσινα κλαδιά, και εύχονταν: «Και του χρόνου και καλό Πάσχα». Μετά τον χαιρετισμό, οι πρώτοι που δέχονταν την χαρά του «Ωσαννά» ήταν οι νεκροί. Όλοι επισκέπτονταν τους τάφους των δικών τους και άφηναν επάνω στο «σταυρό» ή την «ταφόπλακα» ένα κλαδί βάγιας. Στο σπίτι έκαναν ένα σταυρό με βάγια και τον κάρφωναν στο κατώφλι της πόρτας. Εκεί θα έμενε όλο το χρόνο φυλαχτό από το κακό μάτι και την κακιά ώρα. Ένα κλαδί κρέμαγαν επίσης στην πόρτα του στάβλου, της μάντρας, του κήπου.